- δρήστειρα
- δρήστειρα, ἡ, fem. zu δρηστήρ, Dienerin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δρήστειρα — δρηστήρ labourer fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηστήρ — ( ῆρος), ο (θηλ. δρήστειρα, η) (Α) 1. εργάτης, άνθρωπος που κάνει χειρωνακτική εργασία 2. δραπέτης … Dictionary of Greek
υποδρηστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑποδρήστειρα, Α 1. θεράποντας, υπηρέτης·2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν υπηρέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστήρ / δρήστειρα (< δρῶ)] … Dictionary of Greek